- αγιοκόρωνο
- το1. ιερό εγκόλπιο, που κρεμούν στο στήθος για φυλαχτό2. κοκκάλινος σταυρός από τον Πανάγιο Τάφο, που φέρει ανάγλυφες παραστάσεις τού Χριστού και τών Ευαγγελιστών.[ΕΤΥΜΟΛ. < άγιος + κορώνα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.